- απειράριθμος
- -η, -οάπειρος στον αριθμό, αναρίθμητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απειράριθμος — η, ο αναρίθμητος: Απειράριθμα κουνούπια δε μας άφηναν να κοιμηθούμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλογάριαστος — η, ο 1. αυτός που δεν λογαριάστηκε, που δεν υπολογίστηκε ή δεν μπορεί να λογαριαστεί, ανυπολόγιστος, αναρίθμητος, απειράριθμος 2. (για υποθέσεις) αδιευθέτητος, ατακτοποίητος 3. αυτός που δεν υπολογίζει σωστά, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος 4. αυτός… … Dictionary of Greek
απειροπληθής — ές (Μ άπειροπληθής, οῡς) ο άπειρος κατά το πλήθος, απειράριθμος, αμέτρητος … Dictionary of Greek
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
ισόψαμμος — ἰσόψαμμος, ον (Μ) αυτός που είναι ίσος σε αριθμό με τους κόκκους τής άμμου, απειράριθμος, αμέτρητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ψάμμος «άμμος»] … Dictionary of Greek
νήριτος — νήριτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) 1. αναρίθμητος, απειράριθμος 2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό τής Ανωγής 3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη * και β συνθετικό το θ. αρι… … Dictionary of Greek
πολυαμύθητος — ον, Α απειράριθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀμύθητος «αναρίθμητος»] … Dictionary of Greek